στροφόμετρο

στροφόμετρο
το
όργανο με το οποίο μετρούμε τις στροφές μιας μηχανής.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • στροφόμετρο — Συσκευή για τη μέτρηση της ταχύτητας, και ιδιαίτερα της μέσης γωνιακής ταχύτητας, ενός σώματος που περιστρέφεται. Ο απλούστερος τύπος σ. αποτελείται από ένα μετρητή περιστροφών, που συνδέεται με άμεση επαφή ή με οδοντωτούς τροχούς μ’ ένα άξονα… …   Dictionary of Greek

  • ακτινόμετρο — Όργανο για την ποιοτική και ποσοτική μέτρηση της φωτεινής ακτινοβολίας, κυρίως όμως των υπέρυθρων ακτίνων. Αποτελείται από μια γυάλινη αερόκενη φιάλη που στο εσωτερικό της έχει στρεπτό κατακόρυφο άξονα εφοδιασμένο με ένα σύστημα μεταλλικών… …   Dictionary of Greek

  • αυτοκίνητο — Όχημα το οποίο κινείται με κινητήρα που έχει πάνω του και το οποίο δεν σέρνεται από εξωτερική δύναμη. Γενικά χερσαίο όχημα που είναι κατασκευασμένο για να κινείται κατά κανόνα σε δρόμους και αντλεί την απαραίτητη για την κίνησή του ωστική δύναμη… …   Dictionary of Greek

  • μέτρο — Υπόγειος ηλεκτρικός σιδηρόδρομος, που έχει ως βασικά χαρακτηριστικά γνωρίσματα τη μεγάλη ταχύτητα μεταφοράς, την πυκνότητα των σταθμών ανάμεσα στην αφετηρία και στο τέρμα (500 1000μ.) καθώς και την αξιοπιστία ως μέσο μεταφοράς. Οι σιδηροδρομικές… …   Dictionary of Greek

  • μαρκαδόρος — ο 1. υπάλληλος εστιατορίου ή χαρτοπαικτικής λέσχης που διαχειρίζεται τις μάρκες 2. είδος στυλογράφου διαρκείας με υγρό μελάνι διαφόρων χρωμάτων, που γράφει σε κάθε επιφάνεια 3. στροφόμετρο, αυτόματο μηχάνημα για την καταμέτρηση στροφών 4. ναυτ.… …   Dictionary of Greek

  • μετρητής — Συσκευή ικανή να προσδιορίσει στον χρόνο ένα μεταβλητό μέγεθος. Ο μ. μετρά την ποσότητα ηλεκτρικής ενέργειας ενός υγρού ή ενός αερίου, που διατρέχει ορισμένο αγωγό, δείχνοντας σε κάθε στιγμή το άθροισμα των ποσοτήτων που έχουν διέλθει έως εκείνη… …   Dictionary of Greek

  • μοτοσικλέτα — Οδικό όχημα με κινητήρα και δύο (ή σπανιότερα τρεις) τροχούς, για μεταφορά προσώπων ή και εμπορευμάτων. Όπως το αυτοκίνητο προήλθε από τις άμαξες, στις οποίες τοποθετήθηκαν κινητήρες ατμού ή εσωτερικής καύσης, έτσι και οι πρώτες μ. γεννήθηκαν από …   Dictionary of Greek

  • ανεμόμετρο — Όργανο για τη μέτρηση της ταχύτητας του ανέμου. Αποτελείται από έναν τροχό σε σχήμα έλικα με λοξά πτερύγια ή από τρία ή τέσσερα ημισφαιρικά κύπελλα και ένα στροφόμετρο. O άνεμος κάνει τη συσκευή αυτή να περιστρέφεται και η ταχύτητά του… …   Dictionary of Greek

  • βυθομετρική βολίδα — Συσκευή που χρησιμοποιείται για τη μέτρηση του βάθους των θαλασσών. Ο καθορισμός του στοιχείου αυτού έγινε αναγκαίος από τις αρχές της ναυσιπλοΐας για να αποφεύγεται η προσάραξη των πλοίων. Επίσης, η χρήση της β.β. μας βοηθά να γνωρίσουμε τη… …   Dictionary of Greek

  • πίνακας ελέγχου — Πίνακας μπροστά στη θέση οδήγησης των αυτοκινήτων και των αεροπλάνων, στον οποίο είναι συγκεντρωμένα τα όργανα, οι ενδεικτικές λυχνίες και οι μοχλοί χειρισμού ορισμένων δευτερευόντων συστημάτων που αφορούν στην οδήγηση του οχήματος. Ο πίνακας… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”